ναύλωση — η η πράξη του ναυλώνω, εκμίσθωση ή μίσθωση πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυλωτικός — ή, ό (Α ναυλωτικός, ή, όν) [ναυλώ] αυτός που έχει σχέση με τη ναύλωση πλοίου ή αυτός που προορίζεται για ναύλωση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ναυλωτικό το ναυλοσύμφωνο αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ ναυλωτική (ενν. συγγραφή) η ναύλωση … Dictionary of Greek
ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek
επίταξη — Είδος αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κινητών πραγμάτων. Υπάρχουν πολλές νομικές μορφές ε., ανάλογα με τις ανάγκες που την επιβάλλουν. Για παράδειγμα, η αναγκαστική πώληση στην περίπτωση της ε. τροφίμων, η αναγκαστική μίσθωση στην περίπτωση ε.… … Dictionary of Greek
μπάρκο — το 1. μπαρκάρισμα 2. χρηματικό ποσό για τη ναύλωση πλοίου 3. είδος τρικάταρτου ιστιοφόρου που έχει ιστία σταυρωτά, είναι ευέλικτο και ανήκει στη γενικότερη κατηγορία τού μυοδρόμωνα («και δύο τρεις μάλιστα ευρίσκοντο, το σήμερο, σε μπάρκα»,… … Dictionary of Greek
ναυλώσιμος — ναυλώσιμος, ον (Α) [ναυλώνω] (για πλοίο και για υποζύγιο) αυτός που προορίζεται για ναύλωση ή αυτός που μπορεί να ναυλωθεί … Dictionary of Greek
ναύλωμα — το (Α ναύλωμα) [ναυλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ναυλώνω, η ναύλωση 2. το συμφωνητικό ναύλωσης πλοίου … Dictionary of Greek
φιλοδώρημα — το, ΝΜ [φιλοδωρῶ] νεοελλ. 1. μικρό χρηματικό ποσό που δίνεται ως δώρο σε ένα άτομο για υπηρεσία που προσέφερε, πουρμπουάρ 2. φρ. «φιλοδώρημα κατευοδώσεως» (νομ.) το δώρο, που, με ρητή συμφωνία μεταξύ τών μερών κατά τη ναύλωση πλοίου, χορηγείται… … Dictionary of Greek
χρονοναύλωση — η, Ν ναυτ. η ναύλωση ενός πλοίου για ορισμένο χρονικό διάστημα … Dictionary of Greek
ναυλομεσίτης — ο αυτός που μεσολαβεί για τη ναύλωση πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)